- Ελίζαμπεθ
- Όνομα αυτοκράτειρων, βασιλισσών και πριγκιπισσών της Ευρώπης. Βλ. λ. Ελισάβετ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκάσκελ, Ελίζαμπεθ Γκλέγκχορν — (Elisabeth Gleghorn Gaskell, Λονδίνο 1810 – Χόλμπορν 1865).Αγγλίδα μυθιστοριογράφος. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία σε ηλικία 34 ετών. Το πρώτο της έργο Μέρι Μπάρτον (1848), στο οποίο περιγράφει τις συνθήκες ζωής μιας βιομηχανικής μεγαλούπολης,… … Dictionary of Greek
Μπράουνινγκ-Μπάρετ, Ελίζαμπεθ — (Elisabeth Browning Barrett, Ντάραμ 1806 – Φλωρεντία 1861). Αγγλίδα ποιήτρια. Κόρη πλούσιου άποικου των Δυτικών Ινδιών, η Μ. Μ. άρχισε να διαβάζει τον Όμηρο στο πρωτότυπο σε ηλικία οκτώ ετών και στα έντεκα έγραψε το πρώτο της επικό ποίημα, Η μάχη … Dictionary of Greek
Πορτ Ελίζαμπεθ — (Port Elizabeth). Πόλη (το ένα τρίτο των κατοίκων της είναι λευκοί) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, στην επαρχία του Ακρωτηρίου. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό, στη δυτική ακτή του κόλπου Αλγκόα. Χτισμένη σε μια στενή παράκτια λωρίδα, στους… … Dictionary of Greek
Βέστρις, Λουτσία Ελίζαμπεθ — (Lucia Elisabeth Vestris, 1797 – 1856). Αγγλίδα ηθοποιός. Υπήρξε σύζυγος του χορογράφου Αρμάντο Βέστρις και αργότερα του Τσαρλς Τζέιμς Μάθιους, με τον οποίο εμφανίστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, στο διάστημα 1839 42. Ξεκίνησε τη… … Dictionary of Greek
Λόφτους, Ελίζαμπεθ — (Elizabeth Loftus, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανίδα ψυχολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1966 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) με πτυχίο μαθηματικών και ψυχολογίας, ενώ το 1970 έλαβε διδακτορικό… … Dictionary of Greek
Μπίτσερ-Στόου, Χάριετ Ελίζαμπεθ — (Harriet Elisabeth Beacher Stowe, Λίτσφιλντ, Κονέτικατ, 1811 – Χάρτφορντ 1896). Αμερικανίδα συγγραφέας. Κόρη και σύζυγος ιερέα, ανατράφηκε και έζησε σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες του παραδοσιακού προτεσταντικού πουριτανισμού. Μητέρα έξι… … Dictionary of Greek
Φέρστερ-Νίτσε, Ελίζαμπεθ — (Forster Nietsche, Ρέκεν 1846 – Βαϊμάρη 1935). Γερμανίδα συγγραφέας και εκδότρια. Αδελφή του φιλοσόφου Φρ. Νίτσε, παντρεύτηκε τον εξερευνητή Μπέρναρντ Φ. και ταξίδεψε μαζί του στη Νότια Αμερική κ.α. Φρόντισε με ξεχωριστή στοργή τον διάσημο αδελφό … Dictionary of Greek
φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek